- χάσκαξ
- χάσκαξ, ακος, ὁ, der den Mund immer offen hat, Maulaffe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χάσκαξ — gaper masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσκακα — χάσκαξ gaper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσκακας — ο / χάσκαξ, ακος, ΝΜ (σκωπτ.) αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό ενώ παρακολουθεί κάτι, ανόητος, ευήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασκ άζω + επίθημα αξ (πρβλ. σύρφ αξ, χαύν αξ). Το επίθημα αξ προσδίδει στη λ. μειωτική σημ.] … Dictionary of Greek